- πλατίστακος
- πλατίστακοςthe fishmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλατίστακος — ὁ, Α 1. το ψάρι μύλλος*. το μυλοκόπι 2. το ψάρι σαπέρδης* 3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «πλατίστακος τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον» 4. χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο τού Πλάτωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., ονομ. ψαριού η οποία πιθ. συνδέεται με τον τ … Dictionary of Greek
πλατιστάκους — πλατίστακος the fish masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατίστακοι — πλατίστακος the fish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπέρδης — ὁ, Α είδος θαλάσσιου ψαριού, αλλ. κορακίνος ή πλατίστακος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek